σκηνοπηγώ

σκηνοπηγώ
και σκανοπηγῶ, -έω, Α
1. στήνω σκηνή
2. (στους Ιουδαίους) τελώ τη γιορτή τής σκηνοπηγίας
3. φρ. «σκηνοπηγῶ τὰ καπηλεῑα» — ανοίγω μικρά καταστήματα σε σκηνές (Δάμων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -πηγῶ (< -πηγός < πήγνυμι*), πρβλ. ναυ-πηγῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκηνοπηγία — Ετήσια εβραϊκή γιορτή που αρχίζει τη 15η ημέρα του μήνα Τισρί (έβδομου μήνα του εβραϊκού ημερολόγιου), πέντε μέρες μετά την ημέρα του εξισλαμισμού. Αρχίζει με αργία, διαρκεί επτά ημέρες και τελειώνει πάλι με αργία. Είναι φθινοπωρινή γιορτή και… …   Dictionary of Greek

  • σκηνοπηγικός — ὁ, Α [σκηνοπηγῶ] σκηνοποιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”