- σκηνοπηγώ
- και σκανοπηγῶ, -έω, Α1. στήνω σκηνή2. (στους Ιουδαίους) τελώ τη γιορτή τής σκηνοπηγίας3. φρ. «σκηνοπηγῶ τὰ καπηλεῑα» — ανοίγω μικρά καταστήματα σε σκηνές (Δάμων).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -πηγῶ (< -πηγός < πήγνυμι*), πρβλ. ναυ-πηγῶ].
Dictionary of Greek. 2013.